-
1 στρώματα
στρώ̱ματα, στρῶμαanything spread: neut nom /voc /acc pl -
2 στρώματα ( ύλης)
cлоевиГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > στρώματα ( ύλης)
-
3 tabakat
στρώματα, κατηγορίες -
4 στρῶμα
στρῶμα, τό, Alles, was hingebreitet und untergelegt wird, um darauf zu liegen oder zu sitzen, Streu, Lager, Decke; Theogn. 1193; bes. Bett- und Tisch-, auch Pferdedecken, Ar. Ach. 1055 Nubb. 37 u. öfter; αἴρεσϑαι τὰ στρώματα, Rau. 596, vgl. Xen. Cyr. 5, 2, 19. 6, 2, 30. 8, 8, 19, ἐγκεκαλυμμένος ἐν κωδίοις τισὶ καὶ στρώμασι καὶ μάλα πολλοῖς, Plat. Prot. 315, d; Gorg. 517 d stehen ἱμάτια, στρώματα, ὑποδήματα neben einander; ὑπὸ τῷ αὐτῷ στρώματι κατακείμενος, Lys. 14, 25, l, d.; μηδένα πώποτ' ἐλεῆσαι, ἀλλὰ ϑύρας ἀφαιρεῖν καὶ στρώμαϑ' ὑποσπᾶν, Dem. 24, 197, das Bett unter dem Leibe wegreißen; ähnl. σὰ στρώματά μου πάντα περισπάσαντες Luc. Asin. 38. S. auch Ath. II, 29 (p. 48 ff.). – Weil die Teppiche bunt durchwirkt zu sein pflegten, hießen auch Bücher vermischtes Inhalts στρώματα, wie das noch vorhandene Buch des Clem. Alex. – Die Pfähle unter einer hölzernen Brücke, στρώματα γεφύρας πεπηγότα, Polyaen. 8, 23, 9.
-
5 слой
слоя, προθτ. в слое к, в слою, πλθ. слой, слоев α.1. στρώμα, διάστρωμα•-й атмосферы τα στρώματα της ατμόσφαιρας•
слой льда στρώμα πάγου•
слой жира στρώμα λίπους•
сланцы расположены -ями οι σχιστόλιθοι κείτονται κατά στρώματα.
|| μτφ. σειρά• ταινία•слой впечатлений σειρά εντυπώσεων.
2. μτφ. κοινωνικό στρώμα•широкие -й населения πλατιά στρώματα του πληθυσμού•
интеллигентные -й общества το κοινωνικό στρώμα των διανοουμένων•
высшие -й общества τα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας.
-
6 отслоить
-ой, -оишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отслонный, βρ: -слон, -слоена, -слоеноρ.σ.μ.αφαιρώ, βγάζω κατά στρώματα. || κάνω να κατακαθίσει κατά στρώματα.κατακαθίζω, κατακάθομαι κατά στρώματα. -
7 расслоить
-лою, -лоишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расслоённый, βρ: -лон, -лоена, -лоеноρ.σ.μ.1. χωρίζω ή κάνω κατά στρώματα•расслоить тесто φτιάχνω το ζυμάρι φύλλα•
расслоить почву σχηματίζω πετρώματα στο έδαφος.
2. μτφ. χωρίζω σε κοινωνικά στρώματα.1. χωρίζομαι, σε στρώματα ή φύλλα.2. μτφ. χωρίζομαι (από διακριτικά σημάδια). -
8 слоить
слою, слоишьρ.δ.μ. βάζω, τοποθετώ κατά στρώματα.διαμορφώνομαι κατά στρώματα• μπαίνω, τοποθετούμαι κατά στρώματα. -
9 облако
το νέφ/ος, η νεφέλη, разг. το σύννεφοвходить в - а ав. εισέρχομαι/μπαίνω στα - ηвыходить из - ов ав. εξέρχομαι/βγαίνω από τα - ηнад - ами ав. πάνω από τα - ηпокрытый - ами νεφοσκεπής, νεφελοσκεπήςпробивать - а ав. διαπερνώ τα - ηкометное астр. - του ΌορτРусско-греческий словарь научных и технических терминов > облако
-
10 залежи
-
11 расслаивать
расслаиватьнесов1. χωρίζω/ σχηματίζω πετρώματα (породы и т. п.)·2. перен διαφοροποιώ, χωρίζω σέ κοινωνικά στρώματα \расслаиваться1. χωρίζομαι σέ φύλλα (о тесте) / σχηματίζω πετρώματα (о породах и т. п.)·2. перен διαφοροποιοὔ-μαι, χωρίζομαι σέ κοινωνικά στρώματα. -
12 слой
сло||йм1. τό στρώμα, τό κοίτασμα/ τό φύλλο (теста):\слой краски τό στρώμα μπογιάς·2. \слойй мн. черен. τά στρώματα:широкие \слойй населения τά πλατειά στρώματα τοῦ πληθυσμοῦ. -
13 στρώμα
τό1) слой, пласт;στρώμα άμμου — слой песка;
στρώμα χρώματος ( — или μπογιάς) — слой краски;
στρώμα από φύλλα — слой листьев;
2) перен. слой, прослойка;κοινωνικά στρώματα общественные слои; τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα низы, беднейшие слой общества; 3) матрас, тюфяк; 4) постель;στρώνω το στρώμα — стелить постель;
5) тех прокладка;§ είμαι στο στρώμα — быть больным, лежать в постели
-
14 минерализовать
-зую, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. минерализованный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ.κ.σ.μ.1. μεταλλοποιώ.2. γεμίζω με μεταλλικά στρώματα.1. μεταλλοποιούμαι.2. γεμίζω με μεταλλικά στρώματα. -
15 наслоить
-ого, -оишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наслоённый, βρ: -ён, -ена, -еноρ.σ.μ.επιστρώνω• βάζω, χωρίζω κατά στρώματα.1. επιστρώνομαι, μπαίνω κατά στρώματα.2. μτφ. σχηματίζομαι. -
16 низ
-а (-у), προθετ. о низе, на низу πλθ. низы α.1. το κάτω μέρος•низ здания το κάτω μέρος του κτιρίου•
от -а до верха από κάτω ως επάνω.
|| το εισώγειο.2. ο κάτω ρους.3. πλθ. -ы τα κατώτερα στρώματα(της κοινωνίας, οργάνωσης κ.τ.τ.)• народные -ы τα κατώτερα λαϊκά στρώματα.4. οι χαμηλές μουσικές νότες. -
17 отслоение
-я ουδ.αφαίρεση κατά στρώματα. || στρώματα από καθίζηση. -
18 переслоить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переслонный, βρ: -лон, -лоена, -лоеноβάζω κατά εναλλασσόμενα στρώματα.μπαίνω κατά εναλλασσόμενα στρώματα. -
19 пластать
ρ.δ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пли-станный, βρ: -тан, -а, -оκόβω, χωρίζω κατά στρώματα. || ξεκοιλιάζω, βγάζω τα εντόσθια•пластать рыбу βγάζω τα εντόσθια του ψαριού.
1. έρπω, προχωρώ της κοιλιάς.2. (διαλκ.) στρώνομαι, κολλώ, γίνομαι ενα σώμα.3. κόβομαι, βγαίνω κατά στρώματα. || ξεκοιλιάζομαι. -
20 расслоение
-я ουδ.1. χώρισμα κατά στρώματα ή κατά φύλλα.2. μτφ. τα κοινωνικά στρώματα.
См. также в других словарях:
στρώματα — στρώ̱ματα , στρῶμα anything spread neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… … Dictionary of Greek
ατμόσφαιρα — Αεριώδης μάζα που περιβάλλει τη Γη και επιτρέπει τη ζωή του ανθρώπου και όλων των άλλων οργανισμών του ζωικού και του φυτικού βασιλείου. Τα φαινόμενα που συμβαίνουν μέσα στην α., εκτός του ότι συμβάλλουν στη γεωλογική εξέλιξη του πλανήτη,… … Dictionary of Greek
πτύχωση — (Γεωλ.). Στη γεωλογία είναι το φαινόμενο κατά το οποίο τα στρώματα των πετρωμάτων, υποκείμενα σε σύνθετες δυνάμεις, οι οποίες αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια των μεγάλων ορογενετικών κινήσεων του γήινου φλοιού, ανυψώνονται και πτυχώνονται,… … Dictionary of Greek
ορεογένεση — Το σύνολο των γεωλογικών φαινομένων που προκάλεσαν τον σχηματισμό των ορεινών αλυσίδων. Ο κλάδος της γεωλογίας που διατυπώνει τις διάφορες υποθέσεις περί ορεογένεσης ονομάζεται τεκτονική και μελετά τις αιφνίδιες παραμορφώσεις (πτυχώσεις,… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
τεκτονική — Κλάδος της γεωλογίας, που μελετά τις παραμορφώσεις των πετρωμάτων του φλοιού της Γης. Ερευνά δηλαδή τα ρήγματα και τις πτυχές (ειδική τ.), τις δυνάμεις του εσωτερικού της Γης και τα φαινόμενα που προκάλεσαν τις διαταράξεις αυτές και οδήγησαν στη… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek